προβώμιος

προβώμιος
προβώμιος
before
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προβώμιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πριν από τον βωμό ή αυτός που γίνεται μπροστά σε βωμό («φράζειν ἅ μὴ θέλουσιν ή προβωμίοις σφαγαῑσι μήλων ἢ δι οἰκνῶν πτεροῑς», Ευρ.) 2. ο τοποθετημένος πριν από άλλους σε βωμό ως προκαταρκτική θυσία 3. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • προβώμιον — προβώμιος before masc/fem acc sg προβώμιος before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβωμίοις — προβώμιος before masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβωμίων — προβώμιος before masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”